- αρσενογενης
- ἀρσενογενήςἀρσενο-γενής2мужского пола, мужской
(γένος Aesch.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(γένος Aesch.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
αρσενογενής — ἀρσενογενής, ές (Α) ο ανδρικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < άρσην, ενος + γενής < γένος] … Dictionary of Greek
ἀρσενογενές — ἀρσενογενής male masc/fem voc sg ἀρσενογενής male neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άρσην — βλ. άρρην. [ΕΤΥΜΟΛ. Αρχαίος όρος, που χρησιμοποιήθηκε για τη δήλωση του αρσενικού γένους. Ο τ. απαντά ήδη από την αρχαία εποχή και στην επιστημονική ορολογία (γραμματική, βοτανική) για να δηλώσει αντιστοίχως το αρσ. γένος των ονομάτων και των… … Dictionary of Greek
γένος — Όρος που χρησιμοποιείται στη ζωολογία και στη βοτανική για να προσδιορίσει τη συστηματική ταξινόμηση, ενώ στη γλωσσολογία αναφέρεται στη μορφολογική κατηγοριοποίηση των ονομάτων (ουσιαστικών, επιθέτων, αντωνυμιών, άρθρων, μετοχών) σε αρσενικά,… … Dictionary of Greek